- κερτόμῳ
- κέρτομοςmockingmasc/fem/neut dat sgκερτόμιοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερτομώ — κερτομῶ, έω (ΑΜ) κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῑν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ. β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῑν ἡμᾱς τόδ αὖθις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
κερτομῶ — κερτομέω taunt pres subj act 1st sg (attic epic doric) κερτομέω taunt pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek
διακερτομώ — διακερτομῶ ( έω) [κερτομώ] εμπαίζω … Dictionary of Greek
κέρτομος — κέρτομος, ον (Α) 1. κερτόμιος*, υβριστικός («χοροὶ κέρτομοι», Ηρόδ.) 2. σκωπτικός, απατηλός («κέρτομός με θεοῡ τις ἐκπλήσσει χαρά», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρ στομος. Το α συνθετικό κερ πιθ., < σκερ τού σκερδόλλω*, ενώ το β < στομος <… … Dictionary of Greek
κατακερτομώ — κατακερτομῶ, έω (AM) σκώπτω κάποιον με κακολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κερτομῶ «χλευάζω»] … Dictionary of Greek
κερβολώ — κερβολῶ, έω (Α) κερτομώ*, λοιδορώ, περιπαίζω, πειράζω, υβρίζω («κερβολοῡσα λοιδοροῡσα, βλασφημοῡσα, ἀπατῶσα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού σκερβόλλω* κατά τά ρ. σε έω / ώ με σίγηση τού αρκτικού σ ] … Dictionary of Greek
κερτόμημα — κερτόμημα, τὸ (Μ) [κερτομώ] κερτόμησις* … Dictionary of Greek
κερτόμησις — κερτόμησις, ἡ (Α) [κερτομώ] εμπαιγμός, χλευασμός, σκώμμα («εἰ κερτόμησίς ἐστι τἀληθῆ λέγειν», Σοφ.) … Dictionary of Greek